- βουρλαίνω
- μετ. (αόρ. βούρλανα) сводить с ума
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουρλαίνω — 1. τρελαίνω 2. καταπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < βουρλίζω, κατά τα συνώνυμα μουρλαίνω, τρελαίνω] … Dictionary of Greek
βούρλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κέχρου. * * * η [βουρλαίνω] 1. τρέλα, μούρλια 2. η νόσος των προβάτων διστομίαση, κλαπάτσα … Dictionary of Greek